-
1 строение
строение с 1) (структура) η κατασκευή, η δομή; \строение атома η δομή του ατόμου 2) (постройка) το χτίριο, η οικοδομή* * *с1) ( структура) η κατασκευή, η δομήстрое́ние а́тома — η δομή του ατόμου
2) ( постройка) το χτίριο, η οικοδομή -
2 структура
-ы θ.διάρθρωση• κατασκευή, ιστός• δομή• υφή• σύσταση•структура атома η δομή του ατόμου•
структура вещества η σύσταση της ουσίας•
почвы η σύσταση του εδάφους.
См. также в других словарях:
πυρήνας ατομικός — Στη φυσική, το κεντρικό, εξαιρετικά συμπαγές και θετικά φορτισμένο μέρος του ατόμου. Γύρω από τον πυρήνα κινούνται τα ηλεκτρόνια φορτισμένα αρνητικά. Οι διαστάσεις των πυρήνων είναι της τάξης μεγέθους 10 13 ÷10 12 εκ. (κλάσμα ίσο με ένα… … Dictionary of Greek
Σόμερφελντ, Άρνολντ — (Sommerfeld). Γερμανός θεωρητικός φυσικός (Κένιξμπεργκ 1868 Μόναχο 1951). Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της γενέτειράς του, δίδαξε μαθηματικά και μηχανική στο Κλάουστχαλ και στο Άαχεν, για να γίνει κατόπιν (1906) καθηγητής της θεωρητικής φυσικής στο… … Dictionary of Greek
Ράδερφορντ, Έρνεστ — (Rutherford, Νέλσον, Νέα Ζηλανδία 1871 – Κέμπριτζ 1937). Άγγλος φυσικός. Αφού σπούδασε στη γενέτειρα του, πήρε το πτυχίο των μαθηματικών και των φυσικών επιστημών από το Καντέρμπερι Κόλετζ του Κράιστσερτς χάρη σε διαδοχικά σχολικά βραβεία. Με… … Dictionary of Greek
θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… … Dictionary of Greek
Γκάμοου, Τζορτζ — (George Gamow, Οδησσός 1904 – Μπάουλντερ, Κολοράντο 1968). Αμερικανός φυσικός, ουκρανικής καταγωγής. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης (τότε Λένινγκραντ), απ’ όπου πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα το 1928, και συνέχισε τις σπουδές… … Dictionary of Greek
Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… … Dictionary of Greek
Φρανκ, Τζέιμς — (Franck, Αμβούργο 1882 – Γκότιγκεν 1964). Αμερικανός φυσικός γερμανικής καταγωγής. Το 1935 μετανάστευσε στις ΗΠΑ, όπου δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, και πήρε μέρος στις εργασίες για την δημιουργία της ατομικής βόμβας. Επιβεβαίωσε με… … Dictionary of Greek
Λέναρντ, Φίλιπ Έντουαρντ Άντον — (Phillipp Eduard Anton Lenard, Μπρατισλάβα 1862 – Μεσελχάουζεν 1947). Γερμανός φυσικός και πανεπιστημιακός, ουγγρικής καταγωγής. Σπούδασε διαδοχικά στα πανεπιστήμια της Βουδαπέστης, της Βιέννης, του Βερολίνου και της Χαϊδελβέργης. Εκτός από μια… … Dictionary of Greek
Σίμελ, Γκεόργκ — (Simmel). Γερμανός φιλόσοφος και κοινωνιολόγος (Βερολίνο 1858 Στρασβούργο 1918). Διαμόρφωσε την πρωτότυπη ζωικοσχετικιστική αντίληψη του ξεκινώντας από τον καντιανό κριτικισμό και περνώντας διαδοχικά από την επίδραση διαφόρων φιλοσοφικών ρευμάτων … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek